- εμιγκρέ
- ο1. όρος για τους Γάλλους ευγενείς που έφυγαν από τη Γαλλία και ζήτησαν άσυλο σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κατά τη γαλλική επανάσταση2. αυτοεξόριστος, αυτός που έφυγε από την πατρίδα του και ζήτησε πολιτικό άσυλο στο εξωτερικό από αντίθεση προς το καθεστώς τής χώρας τους.
Dictionary of Greek. 2013.